- κελαινωπις
- κελαινώπιςκελαιν-ώπις-ῐδος adj. f мрачная, темная
(νεφέλα Pind.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(νεφέλα Pind.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
κελαινῶπις — κελαινώπας black faced fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κελαινώπας — κελαινώπας, ὁ, θηλ. κελαινῶπις (Α) 1. αυτός που έχει σκοτεινή όψη 2. μτφ. φοβερός, άγριος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κελαινός + ώπας / ῶπις (< ὤψ, ὠπός «όψη»), πρβλ. ασκαλ ώπας / γλαυκ ῶπις] … Dictionary of Greek